- σταυρίον
- σταυρίονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυρίον — τὸ, Μ βλ. σταυρί … Dictionary of Greek
σταυρία — σταυρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρίου — σταυρίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρίων — σταυρίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρίῳ — σταυρίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρί — Ημιορεινός οικισμός (35 κάτ., υψόμ. 190 μ.), στην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κούνου. * * * το / σταυρίον, ΝΜ νεοελλ. η διάρθρωση τού μηριαίου και τού λαγόνιου οστού στο ισχίο μσν. 1. σταυρός… … Dictionary of Greek
σταυρίδιον — τὸ, Α [σταυρίον] το σταυρίον* … Dictionary of Greek